τραγῳδάριον

τραγῳδάριον
τρᾰγῳδ-άριον, τό, Dim. of τραγῳδία, D.L.6.80.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τραγωδάριον — τὸ, Α υποκορ. τού τραγωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον). Η λ. λειτουργεί ως υποκορ. τής λ. τραγῳδία] …   Dictionary of Greek

  • τραγῳδάρια — τραγῳδάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”